- δεκατηλόγιον
- δεκᾰτη-λόγιον, τό, = δεκατευτήριον, Id.9.28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δεκατηλόγια — δεκατηλόγιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek
δεκατηλόγιο — το (Α δεκατηλόγιον) [δεκατηλόγος] το δεκατευτήριον νεοελλ. βιβλίο στο οποίο καταγράφεται ο φόρος τής δεκάτης … Dictionary of Greek